- σερδάρης
- και σιρδάρης, ο, Ν1. αρχηγός στρατού2. (στην Ινδία) ιθαγενής αξιωματικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ινδ. sandār, λ. περσικής προέλευσης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σερδάρης, Διαμαντής — Ηπειρώτης οπλαρχηγός του 1821. Αρχικά, υπηρέτησε ως τζοχαντάρης στην Αυλή του Αλή Πασά και έπειτα διακρίθηκε ως αρματολός στη Θεσσαλία. Διωγμένος από το Γιουσούφ Αράπη, πήγε στο βιλαέτι της Ρούμελης και από κει πέρασε στη Βλαχία, όπου, με την… … Dictionary of Greek
σιρδάρης — ὁ, Α βλ. σερδάρης … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek